
Πατάει νευρικά τα κουμπιά στο μηχάνημα. Τα ρέστα τρέχουν και πέφτουν με θόρυβο. Σε δευτερόλεπτα κρατάει το εισητήριο στα χέρια του. Πόσα δευτερόλεπτα χρειάζονται για να σε στείλουν κατευθείαν σε μια αγκαλιά ;
Κοιτάει ξανά και ξανά τον πίνανκα με τα δρομολόγια. Πρώτα τις αναχωρήσεις. Πολλές ακυρώσεις. Μερικές καθυστερήσεις. Απίστευτη βροχή. Ο ουρανός θέλει να χυθεί έξω και θα τρυπήσει την λαμαρινένια οροφή. Αναβρασμός, όλοι μιλάνε δυνατά . Όσοι μπορούν κάθονται λίγο και σε λεπτά ξανασηκώνονται να δουν αν άλλαξε τίποτα στον πίνακα. Που και που ακούγεται κάποια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. Είναι τότε που όλοι προσπαθούν να δουν αν είναι αυτοί που ξαφνικά αλλάζουν τα πράγματα γι΄αυτούς ή ακόμα παραμένουν κολλημένοι στην ίδια θέση της άχαρης αναμονής.
Λίγα βήματα πιο κάτω , κοιτάει τις αφίξεις. Μεγαλύτερη τάξη εδώ. Περισσότεροι ταξιδιώτες, προχωρούν, σπρώχνοντας βρώμικες βαλίτσες. Δεν υπάρχουν πολλές ακυρώσεις μονάχα λίγες καθυστερήσεις. Ερευνητικές ματιές για το ποιός έχει ή δεν έχει έρθει στην υποδοχή. Συγκρατημένα χαμόγελα και αμηχανία. Τα πράγματα είναι περισσότερο ελεγχόμενα . Αναρρωτιέται αν είναι γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν από που έρχονται και που πάνε ή αν απλά όλα αυτά που θέλουν είναι μέσα στην βαλίτσα τους .
Ξαναγυρνά στις αναχωρήσεις. Οι ακυρώσεις πέφτουν τώρα βροχή. Πιο δυνατή η μέσα βροχή από την έξω. Για να ξεγελάσει τον φόβο του, πίνει λίγο νερό και κλείνει τα μάτια του. » Πάρε το πρώτο τραίνο και έλα » του είχε πει. » Δεν αντέχω άλλο , θέλω να σε δω.»
Την πρώτη φορά που το είχε ζητήσει δεν το έκανε. Πήγε μέχρι τον σταθμό και γύρισε πίσω. Δεν της το είχε πει ποτέ. Η πρώτη φορά που του το ζήτησε μετά από τρια χρόνια ήταν σήμερα. Κοιτάει τριγύρω Τα φώτα του σταθμού με δυσκολία κερδίζουν το εξωτερικό μαυρογκρί. Τριγύρω όλα τα καθίσματα είναι πιασμένα από υποψήφιους ταξιδιώτες , σακίδια και βαλίτσες. Τα μάτια του διασταυρώνονται με πολλά βλέμματα. ΄΄Εσύ φοβάσαι ή εγώ ; »
΄΄Οι επιβάτες για Π να περάσουν στην πλατφόρμα 2» . ‘Εξω έχει ακραία καιρικά φαινόμενα και εκείνος ακούει τον αριθμό του συρμού του. Αρτιμελής , ακέραιος , αναγνωρίσιμος ακούει την αναγγελία του ταξιδιού του.
Ώρες μετά σταματάει εκεί που ήθελε να πάει . Εκείνη ενώ πάντα θα μπορούσε να φύγει πιο γρήγορα είναι εκεί. Τα μάτια της είναι κόκκινα και δεν είναι από το ξενύχτι. Φοράει μαύρα γυαλιά ηλίου. Αγκαλιάζονται σφιχτά. Περπατάνε στον ήλιο. Ανάμεσα σε παιδιά που τρέχουν γύρω από κούνιες , μπαλόνια και γεφυρούλες. Παρακάτω γονείς που τα χαζεύουν πίνοντας τον καφέ τους.
Μια ωραία βόλτα. Μια Perfect Day . Τρια χρόνια τους πήρε.
Αννίτα Λουδάρου